- κατευθύνω
- (AM κατευθύνω)ασκώ κυριαρχική επιβολή σε κάποιον, τὸν επηρεάζω στις ενέργειές του, διευθύνω, καθοδηγώ (α. «η λογική πρέπει να κατευθύνει τους λόγους και τις πράξεις μας» β. «κατευθυνέτω τὰς φύσεις τῶν παίδων», Πλάτ.)νεοελλ.1. μέσ. κατευθύνομαια) κινούμαι προς, ακολουθώ πορεία προς (α. «η πομπή κατευθύνθηκε προς τη μητρόπολη» β. «το διαστημόπλοιο κατευθύνεται προς τον πλανήτη Άρη»)β) αποβλέπω σε κάτι, έχω κάποιο σκοπό που προσπαθώ να πραγματώσω («κατευθύνεται στο πολιτικό στάδιο»)2. φρ. α) «κατευθυνόμενη κεραία» — η κεραία που έχει κατευθυντικότηταβ) «κατευθυνόμενη εκπομπή» — η εκπομπή που παρουσιάζει κατευθυντικότηταγ) «κατευθυνόμενο πλοίο» — πλοίο που κατευθύνεται με ηλεκτρομαγνητικά κύματα από άλλο πλοίομσν.αναφέρομαιαρχ.1. κάνω κάτι ευθύ, ίσιο, φέρνω ή κρατώ κάτι σε ευθεία γραμμή («κατευθύνειν τὴν πτῆσιν», Αριστοτ.)2. τακτοποιώ, διορθώνω3. ζητώ λόγο από κάποιον, καταδικάζω, τιμωρώ κάποιον («κατευθύνειν αὐτοῡ τὸν εὔθυνον», Πλάτ.)4. (και με εχθρ. διάθ.) διευθύνομαι κατευθείαν προς κάτι («κατευθύνοντα τῇ πτήσει ὄρθιον ἐπὶ τοὺς πολεμίους», Πλούτ.)5. ευτυχώ, ευημερώ6. επιτυγχάνω σε κάποια ενέργειά μου («καὶ οὐ κατεύθυνεν τοῡ λαλῆσαι οὕτως», ΠΔ)7. υποστηρίζω8. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) κατευθύνων, -ουσα, -ονευθύς, δίκαιος («εὐχαὶ δὲ κατευθυνόντων δεκταὶ παρ' αὐτῷ», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + εὐθύνω (< εὐθύς)].
Dictionary of Greek. 2013.